- Κλαιρ
- Βλ. λ. Κλερ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οντάριο — (Ontario). Επαρχία (1.068.580 τ. χλμ., 9 546 000 κατ.) του νότιοκεντρικού Καναδά. Πρωτεύουσα είναι το Τορόντο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και περιλαμβάνεται μεταξύ των επαρχιών Μανιτόμπα στα Δ και Κεμπέκ στα Α, του Κόλπου… … Dictionary of Greek
σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που … Dictionary of Greek
Σαλακρού, Αρμάν — (Salacrou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος (Ρουέν 1899). Αφού πήρε πτυχίο φιλοσοφίας (1921), ανάπτυξε αρκετά πολύμορφη δραστηριότητα ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος του θεάτρου. Το πρώτο θεατρικό έργο του είναι Ο Καυχησιάρης… … Dictionary of Greek
Σεβαλιέ, Μωρίς — (Chevalier). Γάλλος ηθοποιός του βαριετέ και του κινηματογράφου (Παρίσι 1888 1972). Σε ηλικία μόλις 13 ετών πρωτοεμφανίστηκε σ’ ένα μικρό καφέ κονσέρ και γρήγορα επιβλήθηκε σε θεάματα που του έδωσαν την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα τύπο που τον… … Dictionary of Greek